Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η αλιευτική εκμετάλλευση του Αιγαίου δε μπορεί να αποδοθεί με τις λέξεις, αλίευση και υπεραλίευση. Η αλίευση ακούγεται σαν κάτι το θεμιτό, η υπεραλίευση σαν κάτι το κακό μεν, αλλά αναπόφευκτο. Όταν όμως δούμε από κοντά έναν-έναν τους τρόπους αλιείας, ίσως προσανατολιστούμε στο να φτιάξουμε μια καινούργια λέξη, γιατί οι υπάρχουσες δεν είναι ικανές να αποδώσουν αυτό που συμβαίνει.

 

Δεν είναι γνωστό από πότε οι κάτοικοι του Αιγαίου έμαθαν τη χρήση του δυναμίτη σαν τρόπο αλίευσης. Από τότε όμως βάλθηκαν με πολύ φιλότιμο να εξαφανίσουν τη ζωή στη θάλασσα. Πάνω από τα βράχια της ακτογραμμής, ψαράδες ή γεωργοί, παρακολουθούσαν τις κινήσεις των κοπαδιών και στην κατάλληλη στιγμή ξαμολούσαν τη βόμβα τους, σαν να ήταν τα ψάρια εχθρικές δυνάμεις.

 

Τα υπόλοιπα στον πόλεμο λέγονται «παράπλευρες απώλειες». Έτυχε να ακολουθήσω το 1968 στη Χίο αξιωματικό της ΜΟΜΑ που έριξε στρατιωτικό εκρηκτικό στη θάλασσα χάριν πλάκας. Σε μια ακτίνα πενήντα μέτρων άσπρισε ο βυθός από τους νεκρούς οργανισμούς εκείνου του εμβαδού. Έμεινα να χάσκω απ’ τη συμφορά! Δυναμίτες ρίχνουν και στους «μπάγκους». Οι μπάγκοι είναι, όπως είπαμε σε άλλο σημείο, εξάρσεις του βυθού, κορυφές υποβρυχίων βουνών, μικρού βάθους, της κορυφής τους στη μέση επιπέδου και μεγάλου βάθους, βυθού. Οι βιότοποι αυτοί, σαν οάσεις του βυθού, ήταν κάποτε πλουσιότατοι σε αλιεύματα, μέχρι που έφθασαν κι εδώ οι δυναμίτες. Σαν βόμβες βυθού, με πολλά μασούρια και μακρύ φυτίλι, έπεφταν στους πάγκους και τους ρήμαζαν, για να μαζέψουν όσα ψάρια ανέβαιναν στην επιφάνεια. Τα περισσότερα, με πολλούς άλλους οργανισμούς, έμεναν να σαπίζουν στον βυθό. Σήμερα οι πάγκοι είναι εξίσου άδειοι με την υπόλοιπη θάλασσα. Διερωτάται κανείς αν αυτές οι πρακτικές μπορούν να ερμηνευτούν με τις παθογένειες της ασυνειδησίας, της αμορφωσιάς, της ψευτοεξυπνάδας ή της βλακείας! Αλλά φαίνεται πως όλες μαζί συνυπάρχουν για να σχηματίσουν ένα εκρηκτικό μίγμα της νεοελληνικής πραγματικότητας.

 

Οι ανεμότρατες εμπίπτουν στην κατηγορία των συρόμενων εργαλείων, που χαρακτηρίζονται σαν αναγκαία κακά. Μαζί με τις πεζότρατες σύρουν τα δίχτυα τους, που μοιάζουν σα μεγάλα σακούλια, στο βυθό και μαζεύουν ό,τι βρουν μπροστά τους. Όταν κρίνουν πως γέμισε ο σάκκος, τον σύρουν στο σκάφος και αδειάζουν στην κουβέρτα του το περιεχόμενο. Οι ψαράδες, που είναι πια εξοικειωμένοι , δεν συγκινούνται με το θέαμα. Αν όμως βρεθεί αυτή την ώρα ένας άσχετος μπροστά σ’ αυτό το μίγμα, δε γίνεται να μείνει ασυγκίνητος. Μαζί με κάποια εμπορεύσιμα αλιεύματα, όπως γαρίδες, καραβίδες, κουτσομούρες, μπακαλιάρους, προσφυγάκια και μερικά μικρά καρχαριοειδή, και σαλαχοειδή, θα δει άπειρους μικροοργανισμούς και μικρόψαρα, που θεωρούνται «παράπλευρες απώλειες» και με τα φτυάρια πετιούνται στη θάλασσα. Η πολιτεία θεωρώντας πως η αλιευτική παραγωγή της ανεμότρατας είναι απαραίτητη και πως δε μπορεί να γίνει αυτή δίχως λίγη ζημιά, αδειοδοτεί τις μηχανότρατες και ορίζει τους κανονισμούς αλιείας. Όμως τα πράγματα εξελίσσονται καταστροφικά. Κι αν ακόμα οι μηχανότρατες γίνουν πλήρως νομοταγείς, οι ζημιές που κάνουν είναι ανεπανόρθωτες. Σήμερα στο Αιγαίο γαλέος δεν υπάρχει, τα σαλάχια-βιολιά (κιλέρια) έχουν εκλείψει ως είδος, τα χρωματιστά γατάκια (κταβέλια) σχεδόν τέλειωσαν και τα τελευταία που υπάρχουν, τα κεντρόνια, δεν κυκλοφορούν πια στην αγορά. Ολ’ αυτά και άλλα πολλά, που ακολουθούν, είναι αποτέλεσμα της καταστροφής των ειδών σε μικρές ηλικίες, τότε που κανείς δεν σκέφτεται πως ένα βιολί της θάλασσας 10- 20 γραμμαρίων θα γίνει ψάρι εκλεκτό των 14 και 20 κιλών.

 

Με τις τράτες (πεζότρατες) δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε, αφού η δράση τους σταμάτησε με νομοθετική παρέμβαση. Πριν γίνει όμως αυτό, πρόφτασαν να κάνουν τη ζημιά τους στα οικοσυστήματα. Ο σάκκος τους ανακάτευε σαν σε μίξερ ανήλικα μικρόψαρα με φύκια, μεγάλα ψάρια, σκληρά ψάρια, αγκαθωτά ψάρια κι ό,τι άλλο έμψυχο ή άψυχο μάζευε στο δρόμο του. Μου μένει αξέχαστο το περιστατικό στη Χίο, που μ’ έκανε να μισήσω τα συρόμενα εργαλεία. Ήλθε στο χωριό που υπηρετούσα ένας τρατάρης να πουλήσει τη ψαριά του, που ήταν ένα τελάρο «γοναράκι». Η χιώτικη λέξη κυριολεκτούσε. Το τελάρο είχε μικρά, μέχρι το κεφάλι μικρού κουταλιού (του γλυκού) ψαράκια, που είναι η αδυναμία, τηγανητά, κάθε Χιώτη. Το εξωφρενικό όμως είναι πως σχεδόν όλα (ένα τελάρο γύρω στα είκοσι κιλά) ήταν μικρά συναγριδάκια. Θεέ μου! Αν αυτά τα ψαράκια των πέντε γραμμαρίων μπορούσαν να γίνουν ενήλικα συναγρίδια, πόσα κιλά θα ήταν;

 

Ανάλογη ζημιά γίνεται στον Κόλπο με τα μπαρμπουνόδιχτα (πλάδια). Αυτά είναι δίχτυα απλά (δίχως μανούς), μικρού διαμετρήματος από 14 μέχρι 16 χιλιοστά και πιάνουν κουτσομούρες και μπαρμπούνια του Κόλπου. Το μικρό διαμέτρημα και το λεπτό δίχτυ πετυχαίνουν τη συλλογή παντός είδους μικρών ψαριών και τα μεν μπαρμπουνάκια και οι κουτσομουρίτσες είναι εμπορεύσιμα όσο μικρά και να’ναι, τα υπόλοιπα όμως πετιούνται στις γάτες και στους γλάρους. Μέσα σ’ αυτά υπάρχουν μικρές γόπες, μικρές τσέρουλες, μικρά σαβρίδια, μικρά σπαράκια, μικρά γιουμούκια, μικροί κακαρέλοι, μικρά λιθρινάκια. Κάποτε ο Κόλπος ήταν γεμάτος λιθρίνια και μάλιστα μεγάλα λιθρίνια, πρώτης ποιότητας, πανέμορφα ψάρια. Σήμερα διερωτώμαστε τί έγιναν αυτά τα ψάρια. Η απάντηση είναι: τα έφαγαν οι γάτες και οι γλάροι και κανείς μας δεν το μυρίστηκε γιατί τότε που υπήρχαν λιθρίνια και γεννούσαν, κανείς δεν μέτρησε πόσα λιθρινάκια κατέστρεφαν καθημερινά τα πλάδια- μπαρμπουνόδιχτα.

 

Ούτε οι ψαράδες, ούτε το κράτος ασχολήθηκε ποτέ με το διαμέτρημα των διχτυών. Ο κάθε ψαράς κάνει ό,τι του κατέβει και λόγο δε δίνει. Όλα τα δίχτυα έχουν πρόβλημα διαμετρήματος και είναι ένα θέμα που πρέπει να συζητηθεί και να μελετηθεί πολύ. Για να γίνει μια αρχή, θα εκθέσουμε μερικές σκέψεις, που ίσως να είναι απορριπτέες, ίσως όμως συμβάλουν σε κάποιο προβληματισμό. Τα τυφλά (μικρού διαμετρήματος) πλάδια-μπαρμπουνόδιχτα πιάνουν από τον Απρίλη μέχρι το Δεκέμβρη μικρά μπαρμπουνάκια και κουτσομούρες. Πιάνουν και μεγάλα, αλλά πολύ λίγα. Τα μικρά του Απρίλη, αν ζήσουν, με τις τροφικές δυνατότητες του Κόλπου, τον Αύγουστο έχουν διπλασιάσει το βάρος τους. Αν βέβαια τα αφήσουν να ζήσουν. Τότε και θα γεννήσουν και θα μεγαλώσουν. Ας τα πιάσουμε λοιπόν τότε, αφού δεν πρόκειται να φύγουν. Μέσα στον Κόλπο θα βρίσκονται μέχρι να πιάσουν τα δυνατά κρύα. Θα ωφεληθεί το οικοσύστημα, θα ωφεληθούν και οι ψαράδες, γιατί θα πιάσουν περισσότερο βάρος, μεγαλύτερο μέγεθος, καλύτερη τιμή και θα έχουν ανετότερη εργασία. Δεν χρειάζεται παρά τα δίχτυα να αυξήσουν λίγο το διαμέτρημά τους, για να μπορούν να ξεφύγουν τα μικρά.

 

Αυτή η απλή κίνηση θα έχει κι άλλο πλεονέκτημα, πολύ σπουδαίο. Αν αντί για 14, 15 και 16 χιλιοστών τα μπαρμπουνόδιχτα γινόταν 18 χιλιοστών, τότε θα πιάνονταν περισσότερα μεγαλύτερα μπαρμπούνια και κουτσομούρες. Τα ψάρια αυτά έχουν μουστάκια, δυο ευκίνητες προεξοχές κάτω από το σαγόνι τους, γυρισμένες προς τα πίσω για να σκάβουν το βυθό και να βρίσκουν τα σκουληκάκια με τα οποία τρέφονται. Όταν πέσουν πάνω στα τυφλά δίχτυα, δεν μπλέκει το κεφάλι τους, γιατί δεν χωρά στο μάτι του διχτυού, αλλά μόνο τα μουστάκια και μη μπορώντας να πάνε μπρος ούτε πίσω με μπλεγμένα μουστάκια, ψοφάνε. Δεν είναι όμως σταθερά πιασμένα στο δίχτυ και όταν το βαρούλκο σέρνει τα δίχτυα, ο κυματισμός σκαμπανεβάζει τη βάρκα, τα ψόφια μεγάλα ψάρια ξεκολλούν και πέφτουν από το δίχτυ στο βυθό, για να γίνουν τροφή στις κοχύλες και στους αστερίες. Αν όμως ήταν πιο μεγάλα τα μάτια, θα σφήνωνε σταθερά το κεφάλι τους και θα γλίτωναν και τα μικρά.

 

Λύσεις υπάρχουν. Υπήρχαν πάντα. Ενδιαφέρον για να δούμε το κάθε πρόβλημα δεν υπήρχε και δε φαίνεται διάθεση ακόμα να συνετιστούμε. Ίσως σε λίγο, με την καταστροφή που έγινε και συνεχίζεται, να μη χρειάζεται πια η σύνεση. Θα πούμε όλοι μαζί ανακουφισμένοι… «τετέλεσται!».